καδοποιός

καδοποιός
καδοποιός
making pails
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καδοποιός — ο (Α καδοποιός, όν) αυτός που κατασκευάζει κάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχο ποιός, υποδηματο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • καδοποιός — ο κατασκευαστής κάδων: Αγοράσαμε έναν κάδο από τον καδοποιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • καδοποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κάδων, βαρελάδικο, βουτσάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”